ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΕΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ "ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΑ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ"

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Πενθητήρ κόσμος


Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη,
   Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών

«Γιατί ν΄αφρίζει δίχως η πρύμνα, δίχως ν΄αφήνει αχνάρι ή πλώρα, δίχως αέρα, το καράβι επήγαινε μπροστά!»[1]. Το καράβι επήγαινε και πηγαίνει μπροστά για τον ¨κόσμο¨! Ολούθε ο κόσμος κινείται, στέκει και παραστέκει εις το άνυδρο βάκτρον του και βαθύβουλος ομοιάζει, μα οίδας, βαθύκρημνος και βαθυδίτης εστί, από-κοσμος και πάρηβος σε συναισθήματα και κρίση. Η δε παράφαση ομοθυμαδόν αντηχεί εις τον πελάζοντα χώρον: «Να προκάμεις να ζήσεις! Μη λησμονείς! Παρεπήδημος εστί ο κόσμος και αβαθής και άνανδρος!».
Και τότε κινδυνεύεις να ζήσεις! Ναι, να ζήσεις, να προκάμεις να δοκιμάσεις και να δοκιμαστείς. Να ζήσεις ως η ερωτίς του κόσμου σε εσχάτους καιρούς ευανδρίας και απλωτικής αποχαύνωσης! Να ζήσεις ως εταίρος εταιριζόμενος εκάστην σεμνοπρόσωπη εταίραν της ¨εταιρείας¨ του κόσμου τούτου, του ερωτοπλάνου κόσμου, που ως έταρος αδημονεί, επιδαψαλεύει εις την ευαγρεσία να συν-ανταμώσει την απόηχη ζωή και να της φροντοφωνάξει απειλώντας την: «Παράκειμαι, επιθυμώ να ζήσω, να εμπτύσω τον κόσμο τον πενθητήρα και να σωθώ!». Και εδώ ισχύει αυτό που μονολογώ καθ΄εκάστην, ότι δηλαδή χτίζουμε χριστιανούς και γκρεμίζουμε ανθρώπους! Η δε ζωή! Κόσμος μαθές, σεμνοπρόσωπην εταίραν παντός καιρού και τόπου…«Ω χώματα της γης μου, μύρια κι αξεχώριστα σαν τα νερά, σαν ο ύπνος π΄ όχι μόνο απόνα δέντρο σ΄ άλλο διάφορον, αλλάζει, αλλά και στον ελαιώνα – όπως το ξέρουν οι βοσκοί που συναλλάζουνε τον ίσκιο, ακλουθώντας το κοπάδι εδώ κ΄ εκεί – δεν είν΄ο ίδιος κάτου απ΄όλες τις ελιές,…»[2]. Δεν είναι ίδιος ο ύπνος ένεκα της αμφισημίας του ¨κόσμου¨ να θεαθεί και να βιώσει το ξύπνημα, είναι πολλές δε, αμέτρητες φαντάζουν οι βροχές σαν επιθυμείς αρχή να βάλεις και τον ¨κόσμο¨ να ξεπλύνεις! Τούτος ο όχλος συγκαθίζει, συγκαθεύδει, ταφρεύει ταχέως και εγκολπώνεται την ταρβόσυνη αδιαλλαξία του, τειχήρης εστίν εντός του κοινωνικού του περίγυρου, ουχί αγωνιά, αντ-αγωνιά, αυτό-οικτιρίζεται, φορεύς ταυτός και τάριχος του πλάνου εαυτού του εις έναν κόσμον από-πλανον, έτι περισσότερο εις έναν κόσμον αδαή, και εκδεή και βόρβορο…! Ουδείς μισεί τον κόσμο , αλλ΄ αγαπούν αυτόν οι πάντες και εξωκλείουν το ¨άγιο μίσος¨ στην πυρά, στην απέραντη τέφραν της λησμονιάς που ενθυμείται και γινώσκει καλώς κρύφα να απεμπολεί αυτόν! Δεν είναι ίδιος ο ύπνος και άμποτε μη δώσει ο καιρούς και χρόνους ετάζων και εγερθεί καθείς και απεμπολίσει τη λησμονιά ένεκα του κόσμου και ξυπνητός μεταποιηθεί ο κόσμος από ανέστιος και Κόσμος-κόσμημα  αληθινός βαπτισθεί! Και έσονται τότε οι πρώτοι έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι…
«Κ΄ένα καρδιόχτυπο με πιάνει, κι αμίλητη λαχτάρα αιφνίδια, γιατί πως άκουσα μου εφάνη, είδα την Ευτυχία, την ίδια»[3]. Και η αποχαύνωση καλώς κρατεί και διατηρεί τα σύμπαντα. Ανα-καινουργείται η κτίση υπό ανθρώπων ανόμων, καινά μυστήρια, καινές διατάξεις, νέοι θεοί, ο άνθρωπος! Να ζήσει ο άνθρωπος, να προκάμει στον κόσμο να συμπεριληφθεί και αδιαλείπτως να χτίζει την τέφρα του υποχθονίως και αοργήτως. Να προκάμει να εμπτύσει τον άνθρωπον, ο άνθρωπος ενάντια του ανθρώπου και ο κόσμος να εμβυθίζεται εις την απύθμενην τέφραν του αποτέλματος και της χαμέρπειας…! Και τότε , εις εαυτόν παραγίνομαι, εις εαυτόν την γην ανακαλούμενος! Απαλείφω τη λησμονιά, τον κόσμο διαλύω και αναμένω και προσμένω τον Άνθρωπο, τον Κόσμο αγωνιώ μη χάσω, αιωνία την μνήμη να διατηρήσω, το γνώμα της να καρδιοχαράξω με τον λόγο τούτο: «Στην αγιασμένη Ακρόπολη στέκεις, θεά, κι αράζεις. Τόπο σου κάνουν οι θεοί, δειλά παραμερίζουν. Όμοια την ώρα που ψηλά κι αργά στα ουράνια παλάτια προβάλλει ασημοπρόσωπη βασίλισσα  η Σελήνη, μεριάζουν ευλαβητικά και χάνονται ταστέρια. Τόπο σου κάνουν οι θεοί, σκιαχτά παραμερίζουν, γιατί ξανοίγουν πως κρυφά, σφιχτά μια λάμψη δένει την εμορφιά της γης αυτής με τη δική σου χάρη»[4].

 Παραπομπές:
1.Σικελιανού Άγγελου, Ο Αλαφροΐσκιωτος, [Γ΄,18], πρβλ., Sherrard Philip, Δοκίμια για τον Νέο Ελληνισμό, σειρά ¨σύνορο¨, εκδ. Αθηνά, κυρίως τις σελίδες 196-293.
2.Σικελιανού Α., Ο Αλαφροΐσκιωτος, [Γ΄, 37].
3.Παλαμά Κωστή, Η Ευτυχία, στο συλλογικό ¨Άπαντα¨, τόμος πρώτος, Μπίρης, σελ. 261.
4.Αυτόθι, σελ. 194.

Δεν υπάρχουν σχόλια: